Πηγή: Shutterstock Stock Photos
Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους είχε προαναγγείλει πως στα τέλη του 2018 θα προχωρήσει σε ανακοινώσεις για το πρόγραμμα εκδόσεων ομολόγων του 2019. Η πράξη αυτή είχε χαρακτηριστεί, στις παρουσιάσεις του οικονομικού επιτελείου τους προηγούμενους μήνες, ως δείγμα επιστροφής στην κανονικότητα.
Ωστόσο, μια πρώτη εικόνα για το χρόνο εξόδου της Ελλάδος στις αγορές θα δοθεί στους επενδυτές τη Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου, οπότε κυβερνητικοί αξιωματούχοι, επιχειρηματίες, επενδυτές και τραπεζίτες από την Ελλάδα, την Ευρώπη και την Αμερική, αλλά και κορυφαίοι διαχειριστές κεφαλαίων θα συμμετάσχουν στο επενδυτικό συνέδριο για την Ελλάδα που διοργανώνει η Capital Link σε συνεργασία με το New York Stock Exchange και την υποστήριξη διεθνών τραπεζών στις 10 Δεκεμβρίου στο Metropolitan Club της Νέας Υόρκης.
Από πλευράς κυβέρνησης θα μετάσχουν ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης και η υπουργός Τουρισμού Έλενα Κουντουρά. Σε ειδικό πάνελ, στο οποίο θα μετάσχει ο γενικός διευθυντής του ΟΔΔΗΧ Δημήτρης Τσάκωνας, θα αναλυθεί το θέμα της επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές και εκεί αναμένονται συγκεκριμένες αναφορές για το πότε και πως θα δανειστεί η χώρα μας το 2019.
Το κυβερνητικό αφήγημα βιώσιμης επανόδου στις αγορές έχει ήδη λαβωθεί και μπροστά στο ενδεχόμενο νέων αναταράξεων (με φόντο το τέλος του QE, εμπορικούς πολέμους, ευρωεκλογές, Brexit, Ιταλία) ο Πρωθυπουργός, σύμφωνα με πληροφορίες, επιχείρησε την ανεύρεση σωσιβίου αποδόσεων με τη συνδρομή της ΕΚΤ. Έθεσε στον Μάριο Ντράγκι αίτημα αύξησης του πλαφόν που επέβαλε η ΕΚΤ το 2015 όσον αφορά τις αγορές κρατικών τίτλων από τις ελληνικές τράπεζες, χωρίς όμως να έχει εξασφαλίσει μέχρι σήμερα πράσινο φως.
Μια πιθανή αύξηση του ορίου αγοράς ομολόγων κατά 2-3 δισ. ευρώ από τις ελληνικές τράπεζες θα σήμαινε μείωση των αποδόσεων κατά έως και 100 μονάδες βάσης. Το 4,2% θα συμπιεζόταν ακόμα και στο 3,2%, ανοίγοντας τον δρόμο για τις αγορές, αρκεί οι ελληνικές τράπεζες να έκαναν την αρχή.
Βεβαίως η Ελλάδα έχει την πολυτέλεια της αναμονής εξαιτίας του cash buffer των 24 δισ. ευρώ, το οποίο με τη συνδρομή εκτεταμένων πράξεων repos, «σκουπίζοντας» τα ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού Δημοσίου, φτάνει σήμερα τα 34 δισ. ευρώ. Θεωρητικά λοιπόν, ακόμα και εάν την επόμενη τριετία – τετραετία το ελληνικό Δημόσιο δεν προχωρούσε ούτε σε μία έκδοση ομολόγων, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας είναι καλυμμένες.
Ο κύκλος των επιτοκίων γυρίζει και η Ελλάδα θα πρέπει να αποδείξει σε κάποιο βαθμό ότι μπορεί να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες της από τις αγορές. Όμως, όσο δεν καταφέρνουμε να βγούμε στις αγορές με λογικά επιτόκια, θα παραμένει υψηλό το κόστος κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα με αρνητικές συνέπειες για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη.
Το 2019, σύμφωνα με τα στοιχεία του προϋπολογισμού, το Ελληνικό Δημόσιο έρχεται αντιμέτωπο με τις μεγαλύτερες λήξεις σε ορίζοντα 40 ετών, καθώς το ποσοστό απόσβεσης χρέους αγγίζει το 5,39%.
Από τα 19,2 δισ. ευρώ λήξεων χρέους του 2019, τα 7,4 δισ. ευρώ αφορούν έντοκα γραμμάτια, τα οποία αναμένεται να αναχρηματοδοτηθούν. Ομόλογα και δάνεια προς το ΔΝΤ όμως αθροίζονται σε παραπάνω από 11 δισ. ευρώ, μέρος τουλάχιστον των οποίων θα πρέπει σε συνθήκες «κανονικότητας» να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές. Οι τόκοι των 6,6 δισ. ευρώ θα καλυφθούν από το πρωτογενές πλεόνασμα, υπό την προϋπόθεση επίτευξης του στόχου 3,5% του ΑΕΠ.