Με μια ανάρτηση με την οποία εξιστορεί την εμπειρία του ως ασθενής κορωνοϊού, ένας Έλληνας που ζει στη Σουηδία, αποδομεί το μοντέλο της χώρας και συμβουλεύει «να μην υποτιμούμε την Ελλάδα».
Ο Έλληνας, μόνιμος κάτοικος Στοκχόλμης, περιγράφει τη συνεχή αγωνία που είχε για όσες μέρες ασθενούσε, την πλήρη απουσία του σουηδικού συστήματος υγείας και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι ασθενείς και κυρίως αυτοί που είναι μικρότερης ηλικίας.
«Δύο εβδομάδες που έφτασαν ώστε οποία αγάπη και θαυμασμό είχα για το Σουηδικό κράτος να την εκμηδενίσουν», γράφει και περιγράφει τη μόνη φορά που «έσπασε» και έβαλε τα κλάματα.
«Να είμαι λοιπόν πάλι έξω. Όχι από το νοσοκομείο. Από το σπίτι μου. Δεν είμαι καν ένα καταγεγραμμένο επίσημα περιστατικό για το Σουηδικό κράτος. Είμαι ένας από τους ανώνυμους πάσχοντες που είτε επιβιώνουν είτε πεθαίνουν αβοήθητοι στο σπίτι τους. Δύο εβδομάδες μάχη με τον κορωνοιό. Υψηλός πυρετός, βήχας, πόνοι στο σώμα, σπασμοί. 14 μέρες συνεχούς αγωνιάς. Δίπλα η Karin σε κάθε δύσκολη στιγμή μου. Κρατούσε το χέρι μου και αποκοιμόταν δίπλα μου. Δύο εβδομάδες που έφτασαν ώστε οποία αγάπη και θαυμασμό είχα για το Σουηδικό κράτος να την εκμηδενίσουν.
Μία χώρα που είναι τυλιγμένη με τον μύθο του κράτους που μάχεται ανά το κόσμο για τις ανθρώπινες αξίες καταδικάζει σε θάνατο οτιδήποτε μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην οικονομική του ανάπτυξη.
Αυτό που μου έκαναν οι υπάλληλοι αυτού του κράτος, το ιατρονοσηλευτικο προσωπικό τους, όταν ζήτησα την βοήθεια τους την 11η μέρα εύχομαι να μην το πάθει άλλος άνθρωπος αλλά εύχομαι οι ίδιοι να ζήσουν τα χειρότερα και να ψοφήσουν σαν αδέσποτα σκυλιά στον δρόμο όπως κόντεψα εγώ όταν με ξεφόρτωσαν στον δρόμο έξω από την κλειδωμένη πόρτα των επειγόντων περιστατικών με 39.5 πυρετό και μια υπόσχεση ότι έρχονται να με πάρουν μέσα. Ποτέ δεν ήρθαν και παρέμεινα 45 λεπτά στο έλεος του κρύου ανέμου. Είχα για αυτούς την Πανώλη του Μεσαίωνα. Είχα όμως λάδι ακόμα στο καντήλι μου. Καθίκια..
Δεν θέλω να κάνω τον γενναίο όμως η αλήθεια είναι ότι μετά από αρκετές εμπύρετες ήμερες δεν φοβόμουν για την ζωή μου. Τακτοποίησα τις οικονομικές μου υποχρεώσεις, μετέφερα τα χρήματα σε μέλη της οικογενείας μου ώστε αν δεν υπάρξει καλή έκβαση να μην έχουν άλλα στο κεφάλι τους. Έδινα τον αγώνα μου και ότι προκύψει.. Μια φορά μόνο έβαλα τα κλάματα. Όταν η σύντροφος μου μου είπε για έναν 35χρονο πάτερα τριών παιδιών όπου πήγε το ασθενοφόρο στο σπίτι το οποίο μάλιστα κάλεσε η σύζυγός του για δεύτερη φορά και τους είπαν ότι δεν θα τον παν στο νοσοκομείο γιατί δεν είναι γέρος και είναι δυνατός και θα τα καταφέρει. Την άλλη μέρα πέθανε. Για αυτόν τον άνθρωπο έκλαψα. Οχι για μένα. Για έμενα δάκρυ δεν έχυσα. Η σύντροφος μου ναι. Εγω όχι. Οργή ένιωθα και νιώθω ολο αυτόν τον καιρό. Οχι φόβο. Οργή διότι το ανεπτυγμένο κατά τα άλλα αυτό κράτος με την προσδοκία της ολοένα και μεγαλύτερης ανάπτυξης έχει χάσει αυτό που ονομάζεται ανθρωπισμός και υπερισχύει η βαρβαρότητα που συντροφεύουν τα οικονομικά διαγράμματα.
Διαβάστε όλη την ανάρτησή του.