«Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ» προβλήθηκε στους αθηναϊκούς κινηματογράφους το 1981 και ήταν η τελευταία ταινία που γύρισε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας.
Απίθανες ιστορίες από το νέο βιβλίο του Μάκη Δελαπόρτα, «Τα backstage του ελληνικού σινεμά» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγκυρα, δημοσιεύει το περιοδικό ΟΚ. Μία από αυτές έχει να κάνει με την τελευταία ταινία που γύρισε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, τον «Λαμπρούκο μπαλαντέρ».
Το 1981 φαίνεται πως η υγεία του Λάμπρου Κωνσταντάρα μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο είχε αποκατασταθεί κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό. Μόνο η ομιλία του ήταν ακόμη λίγο προβληματική. Όμως, ήθελε να δουλέψει ξανά στο θέατρο. Σχεδίαζε με τον Δημήτρη, τον γιο του, την επιστροφή του. Οι γιατροί, δυστυχώς, του το είχαν απαγορεύσει. «Δεν πρέπει να κουράζεται» έλεγαν.
Εκείνος όμως αντιδρούσε: «Δημήτρη, θέλω να ξαναπαίξω. Αλλιώς θα πεθάνω!» του εκμυστηρευόταν. «Εντάξει, πατέρα, θα δουλέψεις» τον καθησύχαζε. Η δουλειά θα τον βοηθούσε, σκεφτόταν ο Δημήτρης. Μα πώς, αφού ακόμη έχει δυσλεξία; Πώς θα μπορέσει να αντεπεξέλθει;
Αν έκανε μια ταινία, ίσως να ήταν πιο εύκολο. Έτσι, αποφάσισε να γράψει ο ίδιος ένα σενάριο, σε συνεργασία με τον πατέρα του, και να το γυρίσουν ταινία. Ο Κώστας Καραγιάννης ήταν σύμφωνος και όλοι περίμεναν με αγωνία την επάνοδό του στα πλατό.
Η Μάρω Κοντού θυμόταν κάτι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό και ταυτόχρονα συγκινητικό για την πρώτη μέρα των γυρισμάτων του «Λαμπρούκου μπαλαντέρ»: «Την πρώτη μέρα υπήρξε μια αρκετά ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα για όλους μας» είχε πει. «Θυμάμαι ότι είχαμε γύρισμα σ’ ένα ξενοδοχείο στη Βουλιαγμένη και περιμέναμε όλοι να έρθει ο Λάμπρος. Κάποια στιγμή έφτασε και όλοι πέσαμε πάνω του να τον αγκαλιάσουμε και να τον καλωσορίσουμε.
Εκείνος, μόλις με είδε, μου είπε: “Τιτιτι κακακάνεις, ψηψηψηλή;”. Εγώ σοκαρίστηκα, αλλά προσπάθησα να μην το δείξω. Έπιασα τον Καραγιάννη και τον ρώτησα: “Βρε Κώστα, τι πάμε να κάνουμε; Πώς θα τα πει ο Λάμπρος; Έχει φοβερή δυσλεξία. Θα τον εκθέσουμε τον άνθρωπο και δεν κάνει”. “Άσε τώρα, ας ξεκινήσουμε και θα δούμε” μου απάντησε. Πάμε λοιπόν για πρώτο πλάνο. Εγώ είχα καταπιεί τη γλώσσα μου. Είχε στεγνώσει το στόμα μου. “Θεέ μου” είπα “τι θα γίνει τώρα;”.
Ο Λάμπρος φώναξε: “Παιπαιπαιδιά, παπαπάμε, ειειείμαι έτοιτοιτοιμος!”. Τότε άκουσα τον Καραγιάννη που φώναξε “πλάνο” για να ξεκινήσουμε. Και, ως εκ θαύματος, ξεκινώντας τη σκηνή ο Λάμπρος δεν κόμπιασε καθόλου. Είπε όλες τις φράσεις του μονομιάς χωρίς να σταματήσει ούτε μια φορά. Μόλις τέλειωσε το πλάνο του ξανά δυσλεξία. Όταν ξεκινούσαμε το γύρισμα τίποτα.
Σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Τι μαγική δύναμη μας δίνει τελικά αυτή η δουλειά; Έτσι συμβαίνει συχνά. Ό,τι κι αν έχεις, όπου κι αν πονάς, ό,τι προβλήματα κι αν κουβαλάς, όταν ανέβεις στο σανίδι όλα περνούν. Σαν κάτι να γίνεται μαγικό, ανεξήγητο. Έτσι συνέβη και σε εκείνη την ταινία με τον Λάμπρο. Όταν πηγαίναμε “πλάνο”, ήταν ο Λάμπρος που όλοι ξέραμε, αλλά στα διαλείμματα το πρόβλημα εμφανιζόταν ξανά».
«Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ» προβλήθηκε στους αθηναϊκούς κινηματογράφους το 1981 και ήταν η τελευταία ταινία του Λάμπρου Κωνσταντάρα.