Στην εκπομπή “Fishy” του Γιάννη Τσιμιτσέλη ήταν καλεσμένος ο Τόνι Σφήνος, ο οποίος παραχώρησε μία πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη, στην οποία μάλιστα αποκάλυψε ποιο είναι το πραγματικό του όνομα, αλλά και πόσο τον κούρασε η υπερέκθεση στα media.
Όπως είπε, το πραγματικό του όνομα είναι Αντώνης Σφηνόπουλος, ενώ για καλλιτεχνικούς λόγους πήρε την απόφαση να το “κόψει” όταν βρισκόταν στην Αμερική όπου ήταν γνωστός ως “Tony the Greek”.
“Στην Αμερική επειδή τότε ήμουν ελληνόπουλο που έκανε χαβαλέ έλεγαν «ποιος είναι ο Tony;». Ο Tony the Greek! Γυρνώντας εδώ το έκανα Τόνι Σφήνος”, είπε ο γνωστός καλλιτέχνης και πρόσθεσε:
“Έφυγα 15 χρονών, έκανα το ταξίδι στην Αμερική και έμεινα 30 χρόνια. Έφτασα στα Μάταλα για πρώτη φορά το 2011 και κάναμε μία συναυλία. Έγινε χαμός και έκτοτε συνεχίζω και είμαι στα Μάταλα. Θα ήθελα να ήμουν Ματαλιώτης, τα αγαπάω πολύ τα Μάταλα! Πάω καθε χρόνο. Λόγω πανδημίας έχει κοπεί το φεστιβάλ, όμως θα συνεχιστεί”.
“Έβλεπα τηλεόραση και με κούραζα”
Εν συνεχεία, εξομολογήθηκε: “Με προβληματίζει όταν στενοχωριέμαι ή βαραίνω σαν άνθρωπος. Στην πανδημία προβληματίστηκα αρκετά. Νομίζω ότι ο Σφήνος είναι πλέον μία περσόνα cult. Ωραία η τηλεόραση, να σε δει ο κόσμος, αλλά μετά από τόσα χρόνια νομίζω φτάνει πια. Έκανα όπισθεν, μεσολάβησε η καραντίνα που ήταν «φρένο» για πολύ κόσμο και έγινε η ανασυγκρότηση. Το ένιωσα, ότι κοίτα, είμαι στον κινηματογράφο, τώρα κάνουμε τηλεόραση, έπαιζαν διαφημίσεις… Άλλαζες το κανάλι και έλεγες «αμάν πια, δεν μπορώ να τον βλέπω άλλο!». Έβλεπα τηλεόραση και με κούραζα”.
Η είσοδος που πήγε στραβά – Κρεμασμένος σε ένα σκοινί για 8 λεπτά
Ο Τόνι Σφήνος παραδέχτηκε πως του αρέσει να κάνει ωραίες εισόδους, γιατί “το να ανέβω πάνω στη σκηνή και να πω γεια σας, ήρθα, δεν μου λέει κάτι”
Ωστόσο, θυμήθηκε μία τέτοια στιγμή, η οποία δεν πήγε καλά:
“Πάμε στις Σέρρες και λένε «πως θέλεις να βγεις, Τόνι;». Τους είπα να κατέβω από κανένα κτίριο. Το είπα κοροϊδευτικά! Άντε, λέω, να το κάνω. Έρχεται η ώρα της συναυλίας, γυρνάει το κανόνι, με δείχνει. Βγαίνω έξω, κοιτάω κάτω και λέω «ωχ Παναγία μου!». Βγαίνω στο μπαλκόνι και αρχίζω σιγά σιγά να κατεβαίνω. Μόλις κατεβαίνω στον πέμπτο όροφο ακούγεται ένας ήχος. Είχε μπλεχτεί το σκοινί. Όσο μένεις πάνω τόσο περισσότερο φοβάσαι. Το ξέμπλεξαν και πήγαινε πιο αργά. Φτάνω στον δεύτερο και είναι οικογένειες με τα κινητά να φωνάζουν «Γεια σου Τόνι!». Έκανα 8 λεπτά για να κατέβω και οι άλλοι παίζανε την εισαγωγή. Κατέβηκα κάτω και από τότε είπα τόσο extreme δεν ξανακάνω”.