LIFE STYLE TOP NEWS ΜΕΣΣΗΝΙΑ

ΜΕΣΣΗΝΙΑ : «Πώς αγάπησα τη θάλασσα»: Ένα συγκλονιστικό κείμενο του ηθοποιού, Γιώργου Γιαννόπουλου

«Γεννήθηκα στην Αρσινόη Μεσσηνίας. Ένα μικρό χωριό, 25 χιλιόμετρα από την Καλαμάτα. Όταν άρχιζα να παίρνω μάτι τη ζωή και αρχίσανε τα ματάκια μου, να χαμπαριάζουνε τα κόλπα της, έβλεπα γύρω μου βουνά. Κι όταν άρχιζα με την πυξίδα του μυαλού μου να προσανατολίζομαι, ανατολή βουνό, δύση βουνό, βορρά βουνό, στο νότο μόνο, υπήρχε ένα σχετικό άνοιγμα, στο βάθος του βάθους, γιατί κι εκεί υπήρχανε βουνά, μικρότερα από τα άλλα, όμως.

Άρχισα να απελπίζομαι γι’ αυτό το στένεμα της ζωής και του κόσμου και είπα μέσα μου, «Γ…σε τα μάγκα μου», μια φράση που την είχα ακούσει να την λέει, κάποιος μεγαλύτερός μου που τον θαύμαζα, στην απελπισία του. «Γ…σε τα» λέω μέσα μου. Αν είναι ο κόσμος έτσι, τι ήθελε η μάνα μου και κοιλοπόναγε 9 μήνες να με φέρει στη ζωή. Το χωριό μου, βρίσκεται σχεδόν στα σπλάχνα της Αρχαίας Μεσσήνης, όχι στο στομάχι της, λίγο παρακάτω, στον προστάτη της. Εκεί, λοιπόν υπήρχε ένα θέατρο, τώρα μάθαμε ότι ήταν το ωδείο της Αρχαίας Μεσσήνης, Εκκλησιαστήριο, λέγεται τώρα πια, για να μην σας τα πολυλογώ, γιατί χρόνια τώρα, έχει βγει στη ζωή και αναπνέει το αρχαίο θέατρο της πόλης, εφάμιλλο σε χωρητικότητα της Επιδαύρου όπως και το στάδιο, 12 χιλιάδων θέσεων.

Σ’ αυτό λοιπόν το θεατράκι, κάθε καλοκαίρι, το Εθνικό θέατρο, μ’ ένα παράρτημα που είχε τότε, το Άρμα Θέσπιδος, έκανε περιοδεία στην Ελλάδα με παραστάσεις Αρχαίου Δράματος. Είχε την τιμή και μας επισκεπτότανε, σχεδόν κάθε καλοκαίρι. Η συγχωρεμένη μάνα μου Ελένη, φανατική θεατρόφιλη, της είχανε κολλήσει μάλιστα και το παρατσούκλι «Ηλέκτρα», γιατί ταίριαζε μάλλον με την κορμοστασιά της κόρης του Αγαμέμνονα με πήγαινε σε ό,τι παράσταση έφερνε τότε, το άρμα Θέσπιδος.

Ο Γιώργος Γιαννόπουλος
Από το προσωπικό αρχείου του Γιώργου Γιαννόπουλου
Σε μια παράσταση, δεν θυμάμαι, μικρό παιδάκι γύρω στα 5 πρέπει να ήμουνα, μου αποτυπώθηκε η λέξη θάλασσα. Μάλλον από την εκστρατεία του Αγαμέμνονα, στην Τροία, πρέπει να ήταν, γιατί με είχε στεναχωρήσει πολύ, που ένας πατέρας θυσίαζε την κόρη του, να φύγουνε τα γ@μοκάραβα για την Τροία, γιατί δεν είχε αέρα λέει και τα σχετικά.
Κλάμα εγώ, προσπαθούσε η μάνα μου, όσο μπορούσε κι αυτή να μου εξηγήσει ότι είναι ένα παραμύθι παιδάκι μου και κάτι συμβολίζει, εγώ εκεί, είχα μουλαρώσει με τον μ@λ@κ@ τον Αγαμέμνονα που θυσίασε την Ιφιγένεια, για να φυσήξει ο αέρας. Ακόμα δεν του το έχω συγχωρήσει, και μάλιστα όταν γνωρίζω ένα κορίτσι με το όνομα της αδικοχαμένης, μου έρχεται να βάλω τα κλάματα. Όμως όλη αυτή η πίκρα μου, ισορροπούσε με τη θάλασσα. Το είχε πάρει χαμπάρι η μάνα μου, σε βαθμό που την εκνεύριζε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς και άντε πάλι από την αρχή.

Η θάλασσα είναι μπλε, έτσι μου έλεγε το γαλάζιο, σαν το χρώμα του ουρανού. Η θάλασσα είναι πολύ μεγάλη γιατί χάνεται τόσο μακριά, που δεν βλέπεις τίποτα άλλο, παρά μόνο μπλε, δεν είναι σαν τα βουνά που σε κλείνουνε και είναι μέχρι ένα σημείο. Εδώ είμαστε λέω. Και της μάνας μου, παρόλο που το νευρικό της σύστημα πρέπει να ήταν στα όρια του να σπάσει, της άρεσε η θάλασσα. Μια μέρα θα πάμε να στη δείξω μου λέει. Θα σε πάρω να πάμε να δούμε τον Βασίλη μας, ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός μου που πήγαινε γυμνάσιο στην Καλαμάτα, θα πάμε στην παραλία και θα στη δείξω. Στη λέξη παραλία, τα νεύρα της μάνας μου, έτοιμα να σπάσουνε, γιατί ήδη εγώ είχα αρχίσει, το τι είναι αυτό το παραλία.

Άντε πάλι κλάμα εγώ, άντε πάλι εξηγήσεις η μανούλα μου, τι είναι αυτό το παραλία, ό,τι μπορούσε έκανε για να μου το εξηγήσει, η καημένη, δεν ήταν και γεωλόγος η γυναίκα, με τα πολλά κάνε υπομονή μου λέει. Θα πάμε να τη δεις. Σε όλο αυτό το δράμα της μάνας μου, έβλεπα και τη χαρά της όμως, γιατί είχε καταλάβει, ότι το τελευταίο βλαστάρι της που σκόπευε να το αποβάλει, να το ρίξει, γιατί είχε κάνει, άλλα 4, συν κάτι αποβολές, είχε φτάσει και τα 47, μαζί με τις τύψεις, που δεν με ήθελε στην κοιλιά της, μου έκανε όλα τα χατίρια του κόσμου. Γεννήθηκα, από έρωτα Βασιλιάς και κάνω ό,τι γουστάρω στη ζωή μου.

Στο καπάκι, καλοκαίρι ήτανε γιατί μαζεύαμε σύκα, ο πατέρας μου ο Βαγγέλης, συγχωρεμένος και αυτός, μαζί με τον Σταύρο, ο άλλος μου αδερφός, αυτός τα έπαιρνε τα γράμματα της γης, γι’ αυτό και είναι αγρότης τώρα, εγώ ήμουνα, στούρνος, είχαμε πάει σ ’ένα χωράφι μας, στο Κουφολόγγι, να μαζέψουμε σύκα, να κοιμηθούμε εκεί από το βράδυ, γιατί ήταν μακριά από το χωριό, σ’ ένα μεγάλο βουνό, στον ψωριάρη για να ξυπνήσουμε νωρίς, να μη μας πιάσει η ζέστη. Ξυπνάμε αχάραγα, κι όταν δειλά δειλά, ξημέρωνε, φάνηκε στο βάθος, στο άνοιγμα που σας έλεγα στην αρχή, προς το νότο, αυτό το μπλε που μου είχε περιγράψει η μητέρα μου.

Εκεί είναι η Καλαμάτα, μου λέει ο πατέρας μου, που πηγαίνει σχολείο ο Βασίλης μας και αυτό το μπλε, είναι η θάλασσα που έχεις σπάσει τα νεύρα της μάνας σου.

Αυτό τον κόσμο μου τον έμαθε η Θάλασσα.
Ο Γιώργος Γιαννόπουλος

Το γράφω και συγκινούμαι όπως τότε. Δεν περάσανε λίγες μέρες, Σεπτέμβρης μήνας ήτανε, ανοίξανε τα σχολεία και πάμε με την μανούλα μου να δούμε τον Βασίλη μας στην Καλαμάτα, με το λεωφορείο. Τότε ήτανε και παλιόδρομος, έκανε ώρα να πάει αμάξι στην Καλαμάτα. Η χαρά της μανούλας μου που θα μου έδειχνε τη θάλασσα και εγώ που θα την έβλεπα πρώτη μου φορά, ήταν τέτοια που είχε σπάσει τα νεύρα των συνεπιβατών μας, γιατί εγώ σε όλη τη διαδρομή, τι θάλασσα κι αλμυρό νερό, τι θάλασσα τους θαλασσινούς, τι αρμενάκι με κυρά μου πάρε με και ό,τι άλλο είχα ακούσει σε δημοτικό, σε σχέση με θάλασσα από τις άριες του πανηγυριού, που γινότανε της Αγίας Μαρίνας στο χωριό, το είχα ξεφουρνίσει.

Το σπίτι που έμενε ο Βασίλης ο αδερφός μου, ήταν κοντά στο παλιό ΚΤΕΛ, για όσους δεν ξέρετε προς το κάστρο, βορράς δηλαδή. Με πιάνει η μανούλα μου από το χεράκι μου, πάμε στη θάλασσα μου λέει. Με το που είδα αυτό το μπλε, αλλά κυριότερα αυτό το απέραντο άγνωστο, κατουρήθηκα πάνω μου. Με πήρε αγκαλιά η μάνα μου, συγκινημένη και αυτή με αυτό το παιδάκι που με το ζόρι το έφερε στο φως της ζωής, με τις απανωτές του ερωτήσεις. Τι είναι κάτω εκεί μακριά που δεν φαίνεται μανούλα; Ο κόσμος αγοράκι μου. Και παρακάτω; Κι άλλος κόσμος. Κόσμος, κόσμος, κόσμος. Αυτός ο κόσμος, ο μικρός ο μέγας, που λέει ο ποιητής. Αυτό τον κόσμο μου τον έμαθε η Θάλασσα. Γι’ αυτό η ζωή μου, όλο το χρόνο, είναι θάλασσα, θάλασσα, θάλασσα…»

 

 Γιώργος Γιαννόπουλος είναι ηθοποιός. Την επόμενη σεζόν θα τον απολαύσουμε στην παράσταση «Τα ψηλά βουνά», του Ζαχαρία Παπαντωνίου, στο θέατρο Ακροπόλ σε σκηνοθεσία Ειρήνης Ιακώβου και στην παράσταση «Ο ελέφας» (You tube post) , του Κωσταντίνου Μποσταντζόγλου, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Γιοβανίδη. Επίσης, θα συμμετέχει σε δύο σειρές της ΕΡΤ, στην «Παραλία» σε σκηνοθεσία Στέφανου Μπλάτσου και στην «Έρημη χώρα», σε σενάριο και σκηνοθεσία Γιώργου Γκικαπέπα.

ΠΗΓΗ

 

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στον ιστότοπό μας. Μπορείτε να μάθετε περισσότερα σχετικά με τα cookies που χρησιμοποιούμε ή να τα απενεργοποίησετε. Accept Read More