Σαν σήμερα, πριν από 44 ολόκληρα χρόνια, το 1978, η Ελλάδα γλίτωσε τη μεγαλύτερη αεροπορική τραγωδία της ιστορίας της, χάρη στην ολύμπια ψυχραιμία και τις ικανότητες ενός πιλότου, του Σήφη Μιγάδη.
Το μεσημέρι της 9 Αυγούστου του 1978 το Olympic Zeus, το θηριώδες Jumbo (Boeing 747) της Ολυμπιακής ξεκινούσε την πτήση ΟΑ 411 από την Αθήνα προς τη Νέα Υόρκη, με 348 επιβάτες, 20 μέλη πληρώματος και κατάφορτο, έχοντας εξαντλήσει το μέγιστο βάρος απογείωσής του των 353.000 κιλών.
Πραγματικά τίποτα δεν προμήνυε τις δραματικές σκηνές που ακολούθησαν και θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη μεγαλύτερη ελληνική αεροπορική τραγωδία.
Το 747 έχασε τον υπ’ αριθμόν 3 κινητήρα του, ο οποίος εξερράγη λόγω υπερθέρμανσης των αγωγών ψύξης του στροβίλου, ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία απογειωνόταν και έτσι δεν μπορούσε να επιβραδύνει, να ματαιώσει την απογείωση και να σταματήσει. Ταυτόχρονα είχε και ένα γνωστό πρόβλημα στον υπ’ αριθμόν 2 κινητήρα του, ο οποίος δεν μπορούσε να αναπτύξει το 100% της ισχύος του, αλλά μόνον το 95 με 96%.
Ο κυβερνήτης Σήφης Μιγάδης και ο συγκυβερνήτης Κωνσταντίνος Φικάρδος κατάλαβαν αμέσως τη δυσχερή θέση στην οποία είχε περιέλθει το Jumbo, επέδειξαν υπεράνθρωπη ψυχραιμία και προκειμένου να κρατήσουν το αεροσκάφος στον αέρα, παραβίασαν σχεδόν κάθε πρωτόκολλο της Boeing.
Αμέσως μετά την απογείωση ο Μιγάδης ζήτησε και ανέβασαν αμέσως τους τροχούς, κάτι που απαγορεύεται από τις διαδικασίες, προτιμώντας να χάσει αρχικά λίγη ισχύ για να την ξαναβρεί αργότερα. Τη χρειαζόταν όμως για να περάσουν το Λόφο Πανί μπροστά από τον αεροδιάδρομο 33R του Ελληνικού, ύψους μόλις 60,96 μέτρων, από τον οποίον πέρασαν ξυστά στα 63,70 μέτρα, δηλαδή μόλις 2,74 μέτρα πιο ψηλά από το σημείο επαφής.
Μόλις το Olympic Zeus πέρασε επιτυχώς πάνω από τον Λόφο Πανί, ο κυβερνήτης Μιγάδης παραβίασε και άλλη διαδικασία της Boeing, καθώς εσκεμμένα το άφησε να απωλέσει λίγο ύψος, προκειμένου να του αυξήσει την ταχύτητα και έτσι να μπορέσει να το κρατήσει στον αέρα.
Αυτή του η ενέργεια όμως, είχε σαν αποτέλεσμα ο Πύργος Ελέγχου Αθηνών να μην έχει οπτική επαφή με το αεροσκάφος και να υποθέσει ότι αυτό κατέπεσε στον Άλιμο. Κάτι που θα ήταν απόλυτα λογικό αν αναλογιστεί κανείς πως η ελάχιστη ταχύτητα ασφαλείας, προκειμένου το αεροσκάφος να παραμείνει στον αέρα ήταν οι 180 κόμβοι, ενώ αυτό πετούσε με 164 κόμβους. Μάλιστα, ο καταγραφέας δεδομένων πτήσης (Flight Data Recorder ή FDR) είχε δείξει ως κατώτατη ταχύτητα, τους 158 κόμβους.
Ο Μιγάδης επέλεξε να κρατήσει το αεροσκάφος σταθερό και σε οριζόντια θέση, καθώς γνώριζε πολύ καλά την αεροδυναμική. Δεν μπορούσε να τραβήξει τα χειριστήρια πάνω, ώστε να ανεβάσει το αεροπλάνο, αλλά αντιθέτως το κόλλησε σε μικρή απόσταση από το έδαφος, στο μόλις 47,85 μέτρα (157 πόδια) για την αύξηση της άνωσης -φαινόμενο που είναι γνωστό ως «ground effect»
Οι επιβάτες, στην πλειονότητά τους Αμερικανοί τουρίστες, νόμιζαν ότι ο πιλότος, το είχε κάνει εσκεμμένα, προκειμένου να τους δείξει τα Νότια Προάστια, ενώ την ίδια στιγμή οι κάτοικοι του Άλιμου, του Παλαιού Φαλήρου, της Νέας Σμύρνης, της Καλλιθέας, του Κερατσινίου και όχι μόνο, έβλεπαν έκπληκτοι, να ίπταται από επάνω τους, ένα θηριώδες αεροσκάφος και να σπάει τις κεραίες των τηλεοράσεων από τις ταράτσες τους.
Επόμενο εμπόδιο, ήταν το φουγάρο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι και τέλος, ανυπέρβλητο εμπόδιο, το Όρος Αιγάλεω. Τρίτη παραβίαση στις διαδικασίες της κατασκευάστριας εταιρείας, ήταν ότι ο Μιγάδης δεν επιχείρησε να το στρίψει, για να μην χάσει την στήριξη και έτσι να το κρατήσει στον αέρα. Κάθε φορά που επιχειρούσε να το στρίψει, το αεροσκάφος τρανταζόταν και έτριζε, ένδειξη ότι θα έχανε τη στήριξή του. Το μέγιστο που μπορούσε να το στρίψει ήταν μόλις δύο μοίρες αριστερά.
Από την αρχή του συμβάντος (με την έκρηξη στον υπ’ αριθμόν 3 κινητήρα) ο κυβερνήτης Σήφης Μιγάδης, «θεωρώντας εαυτούς νεκρούς» και στην προσπάθειά του να έχει όσο το δυνατόν λιγότερα θύματα στο έδαφος, προσπαθούσε να ρίξει το 747 στο Όρος Αιγάλεω, έλεγε, «να το ρίξω τουλάχιστον στο Αιγάλεω, μήπως και σωθούν οι πίσω επιβάτες και τα Νότια Προάστια».
Αρκεί να αναλογιστούμε μόνο την πυρκαγιά που θα προκαλούσαν οι 150 τόνοι της φλεγόμενης κηροζίνης στα μέσα του καλοκαιριού, στις 2 η ώρα το μεσημέρι, με θερμοκρασία 32° C και με υψηλά ποσοστά υγρασίας.
Αφού πέρασαν το φουγάρο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι, λίγο πριν από το Όρος Αιγάλεω, στις 14:05 φύσηξε μια ελαφριά αύρα που όμως έδωσε στο αεροσκάφος λίγη άνωση. Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι στο εν τω μεταξύ, από τη στιγμή της απογείωσης έως τη στιγμή που φύσηξε το αεράκι, είχαν καταναλωθεί περίπου 10 τόνοι καύσιμα, γεγονός που μείωσε το βάρος του αεροσκάφους.
Έτσι μετά και από την παρέμβαση του ιπτάμενου μηχανικού και ύστερα από 5 λεπτά και 25 δευτερόλεπτα η ταχύτητα άρχισε σταδιακά να αυξάνεται και έτσι ο Μιγάδης κατόρθωσε να ανεβάσει το Jumbo στα 300 πόδια (91,44 μέτρα), τόσο ώστε να κατευθυνθεί προς το Σκαραμαγκά και να καταφέρει να το στρίψει προς τη θάλασσα. Πάνω από τη θάλασσα και πάλι κατά παράβαση των διαδικασιών, άδειασε από τις δεξαμενές του αεροπλάνου μόνο μέρος των καυσίμων του (μόλις 130 τόνους) και κράτησε περίπου 30 τόνους και αυτό γιατί, όπως είπε αργότερα, λυπήθηκε να τους πετάξει πριν να επιχειρήσει να το προσγειώσει.
Με την αφαίρεση των 130 τόνων κηροζίνης, το αεροσκάφος ελάφρυνε σημαντικά, οπότε πήρε κι’ άλλο ύψος και αύξησε την ταχύτητά του και προσγειώθηκε στο Ελληνικό, χωρίς κανένα άλλο πρόβλημα, έπειτα από περίπου 20 λεπτά τρόμου, τον οποίο οι επιβάτες κατάλαβαν μόνο αφότου ολοκληρώθηκε η προσγείωση.
Οι εμπειρογνώμονες της Boeing επανέλαβαν πολλές φορές την πτήση ΟΑ 411 σε προσομοιωτή με όλες τις παραμέτρους και τις λεπτομέρειες της και κάθε φορά το 747 έπεφτε. Ο πιλότος της Ολυμπιακής όμως Σήφης Μιγάδης, κατάφερε να το προσγειώσει με ασφάλεια και μάλιστα με τη λιγότερο δυνατή επιβάρυνση.