Μπορείς να ξεχωρίσεις τη μορφή τους μέσα στο πλήθος. Ίσως τους δεις να προσπερνάνε βιαστικά. Πρόσωπα που κάτι σου θυμίζουν. Πρόσωπα γνώριμα, σα να κοιτάς τον εαυτό σου σε καθρέφτη που, όμως, έχει σπάσει. Γιατί τα όνειρα έχουν γίνει πια εφιάλτες. Και ο χρόνος ”κόλλησε” μέσα σε μια στιγμή. Μια θολή, ακαθόριστη γραμμή που δεν υπάρχει γυρισμός, αν προσπεράσεις». Τα λόγια αυτά ακούγονταν, πάντα, στους τίτλους αρχής της τηλεοπτικής σειράς 10η εντολή, που άφησε εποχή στην ελληνική τηλεόραση, μεταφέροντας στους δέκτες μας, εγκλήματα που σημάδεψαν την κοινωνία.
Αυτά τα λόγια θα ταίριαζαν απόλυτα και στον Γιώργο Μεταξάκη, ο οποίος μια ημέρα σαν σήμερα το 1999, αποκαλύφθηκε πως είχε δολοφονήσει τα τρία του παιδιά, πετώντας τα σε ένα ποτάμι στο Ηράκλειο της Κρήτης. Η υπόθεση είχε «παγώσει» ολόκληρη τη χώρα. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που άκουγε.
Ο παιδοκτόνος συνελήφθη, δικάστηκε, καταδικάστηκε (σε τρις ισόβια) αλλά μόλις 19 χρόνια μετά το φρικτό έγκλημά του αποφυλακίστηκε!
Σήμερα η τύχη του αγνοείται. Κανείς δεν ξέρει που είναι. Ένα πρόσωπο που «φιγουράριζε» σε εφημερίδες και δελτία ειδήσεων για πολλές ημέρες. Που σήμερα κυκλοφορεί ελεύθερος. Ένα από τα πρόσωπα που κάτι μας θυμίζουν. Που μπορεί να ξεχωρίσουμε τη μορφή τους μέσα στο πλήθος. Που ίσως να το δούμε να προσπερνάει βιαστικά.
Η τριπλή παιδοκτονία που σόκαρε την Ελλάδα
Το 1986 ο Γιώργος Μεταξάκης είχε «κλεφτεί» με την Αργυρώ. Ήταν δεύτερη ξαδέρφη του αλλά ήταν παράφορα ερωτευμένος μαζί της. Οι δυο τους απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Μετά το πρώτο διάστημα, ωστόσο, ο μεγάλος έρωτας ανάμεσα στους δυο νέους ανθρώπους… πήγε περίπατο.
Οι τσακωμένοι του ζευγαριού ήταν σχεδόν καθημερινοί. Εκείνη του ζητούσε συνέχεια να φύγει από το σπίτι. Ήθελε να χωρίσουν. Εκείνος προσπαθούσε, μάταια, να κρατήσει δίπλα του τη γυναίκα που τόσο αγάπησε.
Όταν, πλέον, η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, ο Μεταξάκης δέχθηκε να δώσει διαζύγιο στην Αργυρώ η οποία μην αντέχοντας άλλο είχε φύγει από το σπίτι. Τα χειρότερα, ωστόσο, ήταν ακόμα μπροστά. Τον Ιούνιο του 1999 θολωμένος και εκτός εαυτού, πήγε στο σπίτι που έμενε η εν διαστάσει σύζυγός του και απήγαγε τα παιδιά τους! Τα έβαλε μέσα στο αυτοκίνητο του και άρχισε να οδηγεί σαν τρελός στην εθνική οδό. Η αστυνομία τον συνέλαβε αλλά του απαγγέλθηκαν κατηγορίες μόνο για… τροχονομικές παραβάσεις!
Η οικογένεια προσπάθησε να υποβαθμίσει το θέμα λέγοντας πως δεν θα έκανε ποτέ κακό στα παιδιά του. Ακόμα και η ίδια η Αργυρώ το πίστευε αυτό και για τον λόγο αυτό, άλλωστε, του επέτρεπε να βλέπει τα παιδιά και να τα παίρνει μαζί. Κανείς δεν είδε το κακό που ερχόταν.
Το απόγευμα της 21ης Σεπτεμβρίου, ο Μεταξάκης πήγε στο σπίτι που έμεναν τα παιδιά του μαζί με τη μητέρα τους για να τα βγάλει βόλτα. Οι πέντε επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν. Ο Μεταξάκης σταμάτησε σε ένα σούπερ μάρκετ και τους αγόρασε τέσσερις πορτοκαλάδες. Στη συνέχεια τα πήγε για να περάσουν την ώρα τους στον Αλμυρό ποταμό.
Τα τρία αγόρια βγήκαν από το αυτοκίνητο και άρχισαν να παίζουν. Η κόρη του, η 12χρονη τότε, Τάνια, η μεγαλύτερη από τα τέσσερα παιδιά, έμεινε μέσα στο αυτοκίνητο. Ξαφνικά με μια απότομη κίνηση ο Μεταξάκης, που τότε ήταν 40 ετών, έβγαλε τα κορδόνια των παπουτσιών του και έδεσε τα χέρια της μικρής στον λεβιές των ταχυτήτων. «Σε δένω γιατί δε σου έχω εμπιστοσύνη» της είπε και βγήκε από το όχημα.
Στη συνέχεια σήκωσε το καπό του αυτοκινήτου (για να μην έχει οπτική επαφή η μικρή) και πήγε προς τα τρία αγόρια. Μετά από λίγο, αλαφιασμένος, επέστρεψε στο αυτοκίνητο, έβαλε μπροστά και έφυγε. Η μικρή κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά και άρχιζε να του φωνάζει: «Πού είναι τα αδέρφια μου; Τι τους έκανες»;
Αφού διένυσε περίπου 30 χιλιόμετρα, ο Μεταξάκης σταμάτησε έξω από ένα χωριό, στα όρια του Λασιθίου, έδωσε ενα τετράδιο με σημειώσεις στην Τάνια και εξαφανίστηκε! Το μικρό κοριτσάκι φοβισμένο έμεινε εκεί όλη τη νύχτα. Όταν ξημέρωσε, κατάφερε να λυθεί, ζήτησε βοήθεια και πήγε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Εκεί, είπε στους αστυνομικούς όλα όσα είχαν συμβεί. Οι εμβρόντητοι αστυνομικοί που άκουσαν το κοριτσάκι έδωσαν εντολή να ξεκινήσουν οι έρευνες. Λίγες ώρες αργότερα, δύτες θα έβρισκαν στον Αλμυρό τα άψυχα κορμάκια των τριών μικρών παιδιών. Του Γιάννη που ήταν 10 ετών, του Νίκου που ήταν 4 και του αβάπτιστου, περίπου δυο ετών, μικρότερου.
«Στο τέλος θα πιστέψω ότι δεν είναι δικά μου παιδιά»
Όταν ο Μεταξάκης συνελήφθη αρχικά υποστήριξε πως το κακό έγινε πάνω στο παιχνίδι όταν κατά λάθος έπεσαν τα δυο παιδιά μέσα στο ποτάμι και στην προσπάθεια του να τα σώσει έπεσε και το τρίτο που κρατούσε στα χέρια του. Προφανώς, και δεν μπορούσε να πείσει κανέναν. Δεν ομολόγησε, όμως, ακόμα και όταν οι αστυνομικοί τον πήγαν στο τόπο του φρικτού εγκλήματος.
Τελικά, μια εβδομάδα μετά ομολόγησε. Ούτε ξέσπασε, ούτε έκλαψε, ούτε λύγισε. Στην απολογία του στην ανακρίτρια υποστήριξε ότι το έκανε για να εκδικηθεί τη γυναίκα του, αλλά δεν έδωσε την παραμικρή λεπτομέρεια για το τρόπο με τον οποίο πέταξε τα παιδιά στον ποταμό.
Οι αστυνομικοί βρήκαν και το ημερολόγιο 50 σελίδων που είχε αφήσει στο αυτοκίνητο. «Έχω αρχίσει να τρελαίνομαι που δε βλέπω τα αγόρια μου. Στο τέλος θα πιστέψω ότι δεν είναι δικά μου παιδιά. Για τη μόνη που είμαι σίγουρος είναι η Τάνια μου. Όταν πεθάνω να με κηδέψετε δίπλα στα παιδιά μου…», έγραφε, μεταξύ άλλων, ενώ εκεί διατύπωνε ξεκάθαρες απειλές για το φρικτό έγκλημα που σχεδίαζε.
Όταν ήρθε η ώρα της δίκης ο παιδοκτόνος αρνήθηκε να απολογηθεί και δεν είπε ούτε μία… λέξη. Το δικαστήριο τον ενέκρινε τρεις φορές ισόβια, μία για κάθε παιδί. Ο ίδιος κατέθεσε έφεση προκειμένου να δικαστεί σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο ωστόσο όταν ήρθε η ώρα της δίκης δεν εμφανίστηκε.
Την Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018 ο 60χρονος πλέον Γιώργος Μεταξάκης αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Δομοκού που βρισκόταν. Μοναδικός όρος για την αποφυλάκιση του ήταν να μην επιστρέψει ποτέ ξανά στην Κρήτη, αφού προς αυτή την κατεύθυνση είχε κινηθεί νομικά και η τραγική μάνα των παιδιών για να προστατεύσει τον εαυτό της αλλά και την κόρη τους που ήταν μαζί με τα αδέρφια της στη μοιραία βόλτα. Ο ίδιος ο Μεταξάκης φέρεται να είχε πει σε κάποιους συγκρατούμενούς του πως θα έμενε μόνιμα στην Αθήνα αλλά από την ημέρα της αποφυλάκισης του και έπειτα δεν τον έχει δει κανείς.