“Καταθέτω λόγον ειλικρινή και αληθινό για τον σπουδαίο ιεράρχη, τον πνευματικό άνθρωπο και ηγέτη, τον γνήσιο πατριώτη και τον ακάματο αγωνιστή της εκκλησίας και της ζωής”.
Τα παραπάνω σημείωσε, μεταξύ άλλων, ο περιφερειάρχης Πελοποννήσου Παναγιώτης Νίκας, σε επικήδειο λόγο που εκφώνησε το μεσημέρι της , Πέμπτης 21 Δεκεμβρίου, στην Τρίπολη, μετά την -προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμου- εξόδιο ακολουθία στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Βασιλείου για τον μακαριστό μητροπολίτη Μαντινείας και Κυνουρίας κυρό Αλέξανδρο.
Πλήθος κόσμου προσήλθε, αποχαιρέτισε και συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία -στο Δημοτικό Κοιμητήριο της Αγίας Τριάδας- τον σεπτό ιεράρχη, επικηδείους για τον οποίον εκφώνησαν επίσης, ο τοποτηρητής της Μητρόπολης Μαντινείας και Κυνουρίας μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης Ευστάθιος -ως εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου-, ο αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος αρχιμανδρίτης Ιωάννης Καραμούζης, ο μητροπολίτης Πατρών Χρυσόστομος, ο δήμαρχος Τρίπολης Κώστας Τζιούμης, ο πρόεδρος του Συλλόγου απανταχού Παπαρέων Βασίλης Αποστολόπουλος και ο πρωτοσύγκελλος της Μητροπόλης Μαντινείας και Κυνουρίας Επίσκοπος Τεγέας Θεόκλητος.
Ο ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗ
Στον επικήδειο που εκφώνησε ο περιφερειάρχης Πελοποννήσου Π. Νίκας, σημείωσε τα εξής:
“Ενώπιον του σεπτού σκηνώµατος του αειμνήστου μητροπολίτου Αλεξάνδρου, του μητροπολίτου της έδρας της Περιφέρειάς µας, καταθέτω λόγον ειλικρινή
και αληθινό για τον σπουδαίο ιεράρχη, τον πνευματικό άνθρωπο και ηγέτη, τον γνήσιο πατριώτη και τον ακάματο αγωνιστή της εκκλησίας και της ζωής.
Είναι βέβαιο και πανθομολογούμενο πως ο αείμνηστος, με την πληθώρα των ικανοτήτων του θα μπορούυε να σταδιοδροµήσει σε ηγετικούς ρόλους σε κάθε τοµέα της κοινωνικής µας ζωής.
Διάλεξε, όμως, και βάδισε την οτενή και ανηφορική οδό του ορθόδοξου ράσου, αφιερώθηκε στην εκκλησία και κινητοποίησε όλες του τις πνευματικές, ψυχικές και σωματικές δυνάµεις για την εκκλησία, την ορθοδοξία, την πατρίδα, τα ιδανικά και τις αξίες του ελληνισμού, την στήριξη του φτωχού και του κατατρεγµένου συνάνθρωπου.
Τεράστιο είναι το πολυσχιδές έργο του: Κατασκευή ή ανακατασκευή ιερών ναών, αναζωογόνηση ιερών µονών, κατασκευή και λειτουργία ευαγών ιδρυμάτων, πολύμορφες δράσεις ανθρωπισμού και αλληλεγγύης, πνευματική προσφορά σπουδαία.
Και όλα αυτά, µε ακλόνητη πίστη, χριστιανικό ήθος και ελληνοπρεπή στάση.
Αγαπούσε ιδιαίτερα την Αρκαδία, πονούσε για την ολιγανθρωπία και την εγκατάλειψη των χωριών και της αρκαδικής υπαίθρου. Ηταν το πρὠτο θέμα που μου έθιξε όταν πρωτοσυναντηθήκαµε, πριν 4 χρόνια.
Είμαι ευτυχής ότι συνάντησα στη ζωή µου αυτήν την σπουδαία εκκλησιαστική μορφή οραματικού δημιουργού, τον ταγµένο στην υπηρεσία του φτωχού και
αδύναµου συνάνθρωπου, τον µαχητή των ιδανικών και αξιών του ελληνισμού και της ορθοδοξίας, τον αφιερωμένο λειτουργό και υπηρέτη του λαού του Θεού και τον πνευματικό ηγέτη των όπου γης Αρκάδων.
Εχει τον σεβασμό, την µεγάλη εκτίµηση,την αναγνώριση και την αγάπη όλων µας.
Ας είναι αιωνία του η µνήµη και ελαφρά η αρκαδική γη
Ας βρει η παραδειγματική ζωή του άξιους µιµητές.
Καλό Παράδεισο”.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΚΥΡΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Στην ιστοσελίδα της Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας αναφέρονται για τον αείμνηστο ιεράρχη τα εξής:
“Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαντινείας καί Κυνουρίας Ἀλέξανδρος Παπαδόπουλος ἐγεννήθη στό χωριό Πάπαρη Ἀρκαδίας στίς 28 Ὀκτωβρίου 1936. Ἐτελείωσε τήν Ἐκκλησιαστική Σχολή Κορίνθου καί ἀκολούθως ἐσπούδασε Θεολογία στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί ἐργάσθηκε ὡς Θεολόγος στή Μέση Ἐκπαίδευσι στήν Τρίπολη. Προσφάτως ἔλαβε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα (Master) στήν Ὀρθόδοξο Θεολογία ἀπό τό Πανεπιστήμιο Λευκωσίας τῆς Κύπρου (2017), ὑποβάλλοντας τήν μεταπτυχιακή ἐργασία του μέ τίτλο «Ὁ Μητροπολιτικός Ἱερός Ναός Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως», στόν Τομέα τῆς Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας.
Μετά τή μοναχική κουρά του, ἐχειροτονήθη Διάκονος τό 1968 καί Πρεσβύτερος τό 1969 ἀπό τόν μακαριστό Μητροπολίτη Μαντινείας καί Κυνουρίας κυρό Θεόκλητο Β΄ (Φιλιππαῖο) καί ὑπηρέτησε ὡς Ἱεροκήρυξ τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας. Ἀπό τό 1976 ἐχρημάτισε Γραμματεύς τῶν Συνοδικῶν Δικαστηρίων.
Κατά τή διάρκεια τῆς θητείας του στήν Ἐκκλησία τῆς πατρίδος του, δαπανήθηκε με αὐταπάρνησι στό κήρυγμα τοῦ θείου Λόγου σέ κάθε ἄκρη τῆς Ἐπαρχίας τῆς Μητροπόλεως καί παραλλήλως ἐφρόντιζε για τήν βοήθεια καί τήν ἐνίσχυσι τῶν πασχόντων. Θαυμαστό παράδειγμα τῆς δραστηριότητος αὐτῆς ἦτο ἡ δημιουργία τοῦ Οἴκου Τυφλῶν Γυναικῶν Τριπολεως «Ἡ Ἁγία Παρασκευή», ἵδρυμα τό ὁποῖο εἶναι ἀποκλειστικῶς ἔργο τῶν κόπων του καί τῆς συνδρομῆς τῶν πιστῶν ἀπό τήν Ἀρκαδία καί τήν Ἑλληνική Διασπορά.
Στίς 2 Μαΐου 1984 ἐξελέγη καί στίς 5 Μαΐου ἐχειροτονήθη στόν Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν ἀπό τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρό Σεραφείμ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου. Ἐπετέλεσε, παρά τά ποικίλα προβλήματα τά ὁποῖα συνήντησε, πολυσχιδές ποιμαντικό, κοινωνικό καί φιλανθρωπικό ἔργο. Ἀνεκαίνισε Ἱ. Μονές καί Ἱ. Ναούς, ἐστελέχωσε πολλές κενές ἐνορίες μέ δραστήριους ἐφημερίους καί περιῆλθε κηρύττων τά ὀρεινά καί ἀπομακρυσμένα χωριά τῆς Ἐπαρχίας του, τά ὁποῖα δεν εἶχε ἐπισκεφθῆ ποτέ Μητροπολίτης κατά τή διάρκεια τοῦ 20οῦ αἰῶνος.
Χηρευσάσης τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στίς 25 Ἰανουαρίου 1995, διά ψήφων 58, ἐξέλεξε τόν κ. Ἀλέξανδρον Μητροπολίτην Μαντινείας καί Κυνουρίας. Ἡ ἐνθρόνισίς του ἐτελέσθη πανδήμως καί ἐνθουσιωδῶς στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως, στίς 26 Φεβρουαρίου 1995.
Κατασταθείς στή νέα του Μητρόπολι, συνέχισε τό ποιμαντορικό ἔργο του μέ ζῆλο, ἐνθουσιασμό καί προγραμματισμό. Ἀνεδιοργάνωσε τίς διοικητικές ὑπηρεσίες τῆς Ἱ. Μητροπόλεως, ἀνεζήτησε νέους ἐπιθυμοῦντες νά ἀκολουθήσουν τήν ἱερατική τους κλῆσι καί τούς ἐβοήθησε στίς σπουδές τους στίς Θεολογικές Σχολές. Ἐχειροτόνησε νέους Ἱερεῖς καί ἐκάλυψε τά ὑπάρχοντα κενά στίς ἐφημεριακές θέσεις τῆς Μητροπόλεως.
Ἐστήριξε καί ἐπύκνωσε τό θεῖο κήρυγμα, τόσο με τίς προσωπικές του ὁμιλίες, ὅσο καί μέ τήν ἐνίσχυσι ἱκανῶν Ἱεροκηρύκων. Ἀνεδιοργάνωσε τά Κατηχητικά Σχολεῖα. Σήμερα τό κήρυγμα ἔχει πυκνωθῆ. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀκούγεται κάθε Κυριακή καί ἑορτή στούς περισσότερους Ναούς τῆς Μητροπολιτικῆς Ἐπαρχίας καί οἱ πιστοί διδάσκονται εὐκαίρως ἀκαίρως τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τους.
Ἀνεκαίνισε ριζικά τό Μητροπολιτικό Οἴκημα. Ἡ ἀνάπλασις καί ἡ ἀνακαίνισις τοῦ Ἐπισκοπείου τῆς Τριπόλεως ἦταν τό πρῶτο ἔργο, τό ὁποῖο ἐπετέλεσε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Ἀλέξανδρος. Ἀπεφάσισε ἐπίσης τήν ἀνέγερσι νέου Ἐπισκοπείου σέ κατάλληλο γιά τό μέλλον χῶρο στήν περιοχή τοῦ Μερκοβουνίου, τό ὁποῖο ἤδη ἔχει ὁλοκληρωθῆ.
Ἀνέπλασε καί ἀνέστησε ἐκ τῶν ἐρειπίων τίς Ἱ. Μονές: Ἁγίου Νικολάου Καλτεζῶν, Κοιμήσεως Θεοτόκου Παλαιοπαναγιᾶς Ἄστρους, Τιμίου Προδρόμου Καστρίου, Ἁγίου Νικολάου Καρυᾶς Κυνουρίας, Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἑλώνης Κυνουρίας καί Ἁγίoυ Νικολάου Σίντζας. Διεσφάλισε καί ἀξιοποίησε τά κτήματα τῶν Ἱερῶν Μονῶν Παλαιοπαναγιᾶς, Ἀρτοκωστᾶς Προδρόμου καί Σίντζας.
Διά συντόνων προσπαθειῶν καί δανείου 300.000 εὐρώ ἀπό τήν Τράπεζα Πειραιῶς ἐστερέωσε τά κλονισμένα θεμέλια τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως, ὁ ὁποῖος ἐσώθη ἀπό βεβαία καταστροφή.
Ἐπίσης, ἀνεβάθμισε τό Δεκάζειον Γηροκομεῖον Τριπόλεως, ἀνεκαίνισε τό παλαιόν κτίριον καί οἰκοδόμησε καί νέο, χωρητικότητος ἑκατόν κλινῶν. Διεμόρφωσε τό παλαιόν κτίριον τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς, τό ὁποῖο μετέτρεψε σέ Πνευματικό Κέντρο τῆς Μητροπόλεως. Ἀνέπλασε τό κατεστραμμένο κτίριο τῆς Φιλοπτώχου Ἀδελφότητος καί ἐδραστηριοποίησε τό Γενικόν Φιλόπτωχον Ταμεῖον τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας. Διεσφάλισε τό παλαιόν Μοναστήριον τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Κάρτσοβας Τριπόλεως καί ἐντός τοῦ δυτικοῦ χώρου αὐτοῦ ἀνήγειρε τόν Παιδικό Σταθμό τῆς Μητροπόλεως. Μέ τήν φροντίδα του ἀνεγέρθη τό ὑποδειγματικό ἀπό κάθε ἄποψη Γηροκομεῖο Λεωνιδίου”.
Στην ίδια ιστοσελίδα προστίθεται πως ο κυρός Αλέξανδρος “παραλλήλως πρός τό ποιμαντικό, φιλανθρωπικό καί πολιτιστικό ἔργο, ἠσχολεῖτο ἀπό πολύ παλαιά μέ τήν ἱστορική ἔρευνα καί συγγραφή μελετῶν”, όπως επίσης και ότι “ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ἐκδότης καί διευθυντής τοῦ περιοδικοῦ τῆς Ἱ. Μ. Μαντινείας καί Κυνουρίας «Ἁλιεύς», τό ὁποῖο ἤρχισε νά ἐκδίδεται τό 1968 καί μετά τήν κατάστασί του στήν Ἱ. Μ. Μαντινείας καί Κυνουρίας συνεχίζει νά ἐκδίδει”.