H χωρισμένη και ημιπληγική Δημητρέα ήταν η κλασική περίπτωση του «αποδιοπομπαίου τράγου» του χωριού της – Πώς μετατράπηκε σε στυγνή κατά συρροή φόνισσα.
Η «δράκαινα» της Μάνης, όπως ονομάστηκε από τα Μέσα της εποχής, είχε καταγωγή από το Νεοχώρι και ζούσε στο χωριό Στούπα. Όντας χωρισμένη (κάτι που ήδη την έθετε εκτός κοινωνικού πλαισίου για τα δεδομένα της ελληνικής επαρχίας της εποχής) και πάσχοντας από ημιπληγία στην αριστερή της πλευρά, η Δημητρέα ήταν η κλασική περίπτωση του «αποδιοπομπαίου τράγου» του χωριού της. Έχοντας συμπληρώσει ήδη τα 42 της χρόνια ζούσε φτωχικά με τη 10χρονη κόρη της Στέλλα με τα χρήματα που έπαιρνε από την Κρατική Πρόνοια.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που έχει κυκλοφορήσει μαζί με το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Η φονική της δράση ξεκίνησε ξαφνικά στις 27 Μαΐου του 1962, όταν την επισκέφτηκε η μητέρα της, η 80χρονη Στεφούλα Λουκαρέα, την οποία η Δημητρέα θα σερβίρει ένα πιάτο με μακαρόνια που είχε μαγειρέψει εκείνη την ημέρα, τα οποία είχε πασπαλίσει με παραθείο. Η άτυχη γυναίκα, αφού έφαγε το φαγητό της, άρχισε να έχει μετά από λίγη ώρα φοβερούς πόνους. Ο γιατρός που κλήθηκε εσπευσμένα επιβεβαίωσε απλά τον θάνατό της από καρδιακή προσβολή, καθώς η ηλικιωμένη γυναίκα είχε ιστορικό καρδιακών παθήσεων.
Το περιστατικό αυτό δεν φαίνεται να αναστάτωσε τη Δημητρέα, η οποία στις 19 Ιουλίου κάλεσε στο σπίτι της για καφέ την εξαδέλφη της Ποτούλα Τσιλιγονέα. Για άλλη μια φορά το παραθείο έδρασε σχετικά γρήγορα, με την άτυχη γυναίκα να σωριάζεται στο έδαφος. Η ιατρική γνωμάτευση έδειξε κάταγμα κρανίου, μια και κατά την πτώση της είχε χτυπήσει με ορμή στο δάπεδο.
Έχοντας πλέον αρχίσει να νιώθει ασφαλής με τη μέθοδό της, η Δημητρέα κάλεσε στον σπίτι και τον αδελφό της Κωνσταντίνο Λουκαρέα. Και πάλι η μέθοδος του καφέ με παραθείο έδειχνε να είναι αποδοτική, αν και ο άνδρας κατάφερε -με τη συνδρομή των συγχωριανών του- να φτάσει στο νοσοκομείο και τελικά να ξεφύγει από τον θάνατο, με διάγνωση προβλημάτων στη χολή του.
Ο γιατρός που εξέτασε τον Λουκαρέα, χωρίς να έχει υποψιαστεί τίποτα από τα τρία ταυτόσημα περιστατικά, διέγνωσε και πάλι προβλήματα καρδιάς στον άτυχο άνδρα, ενώ οι συγχωριανοί είχαν αρχίσει να μιλούν για κάποιου είδους κατάρα που βάραινε την οικογένεια μετά από τόσους θανάτους. Άλλωστε κανείς δεν μπορούσε να υποπτευθεί την Κατερίνα καθώς ήταν ένα άτομο το οποίο αφενός συμπονούσαν και αφετέρου είχε μεγάλο υποκριτικό ταλέντο, καθώς στις κηδείες των θυμάτων εξέφραζε με πόνο και οδυρμό τα συναισθήματά της.
Όμως για όλους τους κατά συρροή δολοφόνους έρχεται πάντα η στιγμή που κάνουν το λάθος. Και για τη Δημητρέα αυτό έγινε στις 6 Σεπτεμβρίου, όταν έδωσε ένα λουκούμι με παραθείο αναμεμειγμένο με ζάχαρη στον πεντάχρονο ανιψιό της Ηλία. Ο μικρός δεν κατάφερε να αντέξει την ισχυρή δόση από το δηλητήριο και απεβίωσε μέσα σε λίγη ώρα. Κάπου εδώ όμως άρχισε το τέλος της φονικής δράσης της Δημητρέα, καθώς δεν υπήρχαν παθολογικά αίτια που να δικαιολογήσουν τον θάνατο ενός υγιέστατου 5χρονου αγοριού. Ο γιατρός αυτή τη φορά έβγαλε πόρισμα ότι ο θάνατος οφειλόταν σε δηλητηρίαση και κατά τη νεκροτομή στο Νοσοκομείο Καλαμάτας βρέθηκαν στον μικρό Ηλία ίχνη παραθείου. Από εκεί και πέρα ακολούθησε μια χιονοστιβάδα αποκαλύψεων.
Στις 12 Σεπτεμβρίου θα γίνει η εκταφή των τριών θυμάτων, στα οποία διαπιστώθηκαν ίχνη παραθείου. Στις 13 Σεπτεμβρίου η Δημητρέα προσάγεται στον ανακριτή όπου σιγά-σιγά αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι αυτής της βαθιά άρρωστης γυναίκας. Όπως είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους -όχι μόνο Έλληνες αλλά και ξένους- που παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον την υπόθεση- αυτοί που σκότωσε «έπρεπε να πεθάνουν γιατί με κακομεταχειρίζονταν». Στο μεταξύ, η Χωροφυλακή είχε ανακαλύψει το μπουκάλι με το παραθείο που η Δημητρέα έκρυβε σε ένα εκκλησάκι κοντά στο χωριό. Μάλιστα κατά τις ανακρίσεις είχε αποκαλύψει ότι είχε προσπαθήσει να δηλητηριάσει με την ίδια μέθοδο δύο ακόμα συγγενείς, οι οποίοι ευτυχώς είχαν απορρίψει την προσφορά της.
Η ίδια, πάντως, μετά τη σύλληψη έδειξε να μην αντιλαμβάνεται το μέγεθος της πράξης, δηλώνοντας ψυχρά ότι είχε ρίξει παραθείο στα μακαρόνια της μητέρας της για να γίνουν πιο νόστιμα και στα αυγά του αδελφού της για να του δείξει πόσο καλή μαγείρισσα ήταν. Έριξε επίσης την ευθύνη στη μητέρα της και τον αδελφό της που τη βασάνιζαν, όπως είπε, και ήθελαν να τη διώξουν μαζί με την 10χρονη κόρη της από το σπίτι όπου κατοικούσε.
Αισθανόμενη μονίμως σε καταδίωξη αποφάσισε να πάρει τα πράγματα στα χέρια της και να γλιτώσει από τους ανθρώπους που, όπως έλεγε η ίδια, ήθελαν το κακό της. Η ανάκριση βέβαια οδήγησε σε διαφορετικά συμπεράσματα, καθώς αποκαλύφθηκε ότι στόχος ήταν η περιουσία της οικογένειας, ιδίως μετά την αποκάλυψη ότι η μητέρα της είχε αφήσει το σπίτι στον αδελφό της. Όμως ούτε αυτό εξηγεί αυτά τα ακραία φονικά. Κι αυτό αποκαλύφθηκε λίγο αργότερα όταν η ίδια δήλωσε ότι είχε σκοπό να δηλητηριάσει όλο το χωριό ρίχνοντας παραθείο στα κόλλυβα για το μνημόσυνο του αδελφού της.
Τον Μάιο του 1963 έγινε η δίκη της, στην οποία η υπερασπιστική γραμμή ήταν ότι επρόκειτο για πρόσωπο με διαταραγμένη προσωπικότητα. Όμως οι γνωματεύσεις των ψυχιάτρων της εποχής δεν διέγνωσαν κάποια ψυχωτική προδιάθεση, αλλά ένα άτομο το οποίο μέσα από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και την κοινωνική απομόνωση οδηγήθηκε σε σειρά εγκλημάτων με πρόθεση. Ο εισαγγελέας ήταν άτεγκτος, με φράσεις του τύπου «ύαινα της κόλασης» και υποστήριξε ότι είχε σώας τα φρένας κατά τη διάπραξη των εγκλημάτων.
Οι ένορκοι και το δικαστήριο την καταδίκασαν τελικά στις 8 Μαΐου του 1963 σε τέσσερις φορές εις θάνατον και 15ετή κάθειρξη. Και η υπόθεση θα κλείσει οριστικά στις 10 Απριλίου του 1965, στις 5.30 τα ξημερώματα, όταν η Αικατερίνη Δημητρέα εκτελέστηκε στο Γουδί. Υπήρξε μάλιστα και η τελευταία γυναίκα στην οποία εκτελέστηκε η θανατική ποινή. Πιο αναλυτικές πληροφορίες αλλά και γενικότερες αναφορές για το κοινωνικό υπόστρωμα πάνω στο οποίο έδρασε η Δημητρέα μάς δίνει το βιβλίο του Παναγιώτη Γιαννουλέα «Τετράκις εις θάνατον! Η δηλητηριάστρια της Μάνης» από τις εκδόσεις Κύφαντα.